- τριχόφυλλος
- -ον, Α1. (για δένδρα που ανήκουν στα κωνοφόρα) αυτός που έχει φύλλα όμοια με τρίχες, που τα φύλλα του είναι τόσο λεπτά όσο οι τρίχες2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριχόφυλλονείδος θαλάσσιου φύκους.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. σαρκό-φυλλος].
Dictionary of Greek. 2013.